πιστωτικῶν

πιστωτικῶν
πιστωτικός
confirmatory
fem gen pl
πιστωτικός
confirmatory
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ραϊφάιζεν, Φρειδερίκος-Γουλιέλμος — (Raοffeisen, 1818 – 1888). Γερμανός κοινωνιολόγος και χρηματιστής, ιδρυτής των γερμανικών πιστωτικών συνεταιρισμών. Διετέλεσε διοικητικός υπάλληλος μέχρι το 1865, οπότε παραιτήθηκε και αφιερώθηκε στο εμπόριο. Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης… …   Dictionary of Greek

  • Michail Misunov — (Michalis Misunov) (born 1964 in Moscow) is a retired basketball player. He started his career in Šibenik in Šibenka and played in Aris BC in the period 1987–1997 and won 4 championships (1988, 1989, 1990, 1991), 4 cups (1988, 1989, 1990, 1992).… …   Wikipedia

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

  • μάρκετινγκ — Ο τομέας της παραγωγής που αφορά τη ροή των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρέχονται από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Πιο απλά ο όρος δηλώνει τη διανομή και πώληση των αγαθών. Στην έννοια του μ. περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες που… …   Dictionary of Greek

  • σκριπτ — (I) το, Ν άκλ. (ξεν.) (οικον.) προσωρινή απόδειξη που παραδίδεται σε κατόχους πιστωτικών τίτλων έναντι τοκομεριδίων τα οποία έληξαν και τών οποίων η πληρωμή ανεστάλη για λόγους, κυρίως, οικονομικής δυσχέρειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scrip, συντμ. τ …   Dictionary of Greek

  • ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”